- θεραπεύονται
- θεραπεύωto be an attendantpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… … Dictionary of Greek
ευελκής — εὐελκής, ές (Α) αυτός τού οποίου τα έλκη θεραπεύονται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελκής (< έλκος), πρβλ. δυσ ελκής, κακο ελκής] … Dictionary of Greek
ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… … Dictionary of Greek
θεραπευτήριος — α, ο (Μ θεραπευτήριος, ία, ον) αυτός που συντελεί στη θεραπεία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το θεραπευτήριο ίδρυμα όπου θεραπεύονται ασθενείς, νοσηλευτήριο («θεραπευτήριον ο Ευαγγελισμός») μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θεραπευτήριον τρόπος θεραπείας.… … Dictionary of Greek
καλόσαρκος — η, ο (Μ καλόσαρκος, ο[ν]) νεοελλ. αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του μσν. αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
καλόχυμος — η, ο 1. αυτός που έχει άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο εύγευστος 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει καλούς χυμούς, που δεν πάσχει από ερεθισμούς ή ελκώσεις τού δέρματος, που τα επιπόλαια τραύματά του επουλώνονται και… … Dictionary of Greek
μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις … Dictionary of Greek
ορθοφρενοπαιδία — και ορθοφρενοπαιδική, η ιατρική μέθοδος με την οποία θεραπεύονται οι διαστροφές με την ηθική διαπαιδαγώγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοφρενία + παῖς, παιδός] … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek